- άτριχος
- -η, -ο (AM ἄτριχος, -ον)αυτός που δεν έχει μαλλιά ή γένειααρχ.ως ουσ. ὀ ἄτριχοςείδος ερπετού.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
άτριχος — άτριχος, η, ο και ατρίχωτος, η, ο αυτός που δεν έχει τρίχες: Όλο το πάνω μέρος του κεφαλιού του ήταν άτριχο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἄτριχος — without hair masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄτριχον — ἄτριχος without hair masc/fem acc sg ἄτριχος without hair neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτρίχοις — ἄτριχος without hair masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτρίχων — ἄτριχος without hair masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτρίχῳ — ἄτριχος without hair masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄτριχα — ἄτριχος without hair neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄτριχοι — ἄτριχος without hair masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άθριξ — ἄθριξ, ο, η (Α) [θρίξ] ο χωρίς τρίχες, άτριχος … Dictionary of Greek
άμαλλος — η, ο (Μ ἄμαλλος, ον) (κυρίως για υφάσματα) αυτός που δεν έχει μαλλιά, τρίχωμα ή χνούδι νεοελλ. (για πρόσωπα) άτριχος, φαλακρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ + μαλλός «μαλλί»] … Dictionary of Greek